-
1 δωμάτων
δω̱μάτων, δῶμαhouse: neut gen plδωμά̱των, δωμάωbuild: pres imperat act 3rd plδωμά̱των, δωμάωbuild: pres imperat act 3rd dualδωματόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)δωματόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
2 κηρύσσω
Aἐκήρυσσον Il.2.444
, Th. 1.27, - υττον And.1.112: [tense] fut. - ύξω Ar.Ec. 684, [dialect] Dor. : [tense] aor.ἐκήρυξα Hdt.1.194
( ἀπο-), etc., [dialect] Aeol. part.καρύξαισα Pi.I.4
(3).25: [tense] pf. κεκήρῡχα ( ἐπι-) D.19.35:—[voice] Pass., [tense] fut.κηρυχθήσομαι X. Cyr.8.4.4
, Aeschin.3.230, : [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κεκήρυγμαι E.Fr.1
, Th.4.38:—to be a herald, officiate as herald,κηρύσσων γήρασκε Il.17.325
.2 make proclamation as a herald, λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων let them convene the people by voice of herald, Il.2.438, cf. 444, Od.2.8;κήρυσσε, κῆρυξ A.Eu. 566
, etc.: impers., ἐκήρυξε (sc. ὁ κῆρυξ) τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι proclamation was made.., X.An.3.4.36;κηρυξάτω Id.Cyr.4.5.42
.II c. acc. pers., summon by herald,κ. ἀγορήνδε.. Ἀχαιούς Il.2.51
, Od.2.7;πόλεμόνδε Il.2.443
; κ. τινά summon one to a place, Ar.Ach. 748:—[voice] Pass., τίς ἐκηρύχθη πρώτην φυλακήν; who was summoned to the first watch? E.Rh. 538 (anap.).2 proclaim as conqueror, Plu.2.185a;Φαβωρῖνον ἡ εὐγλωττία ἐν σοφισταῖς ἐκήρυττεν Philostr.VS1.8.1
:—[voice] Pass.,μήτε κηρυχθήσεσθαι μήτε ἆθλα λήψεσθαι X.Cyr.8.4.4
; ; proclaim as a criminal, D.25.56, cf. S.El. 606;κηρύσσω τὸν Ἔρωτα AP5.176
(Mel.):—[voice] Pass., of a country, to be proclaimed, extolled,στεφάνοις ἀρετᾶς E.Tr. 223
(lyr.).3 call upon, invoke, (anap.);κηρύξας δαίμονας κλύειν A.Ch. 124a
:—[voice] Pass., to be called, τοῦ κεκήρυξαι πατρός; E.Fr.1;κηρυσσομένοισι.. ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων Id.Andr. 772
(lyr.).III c. acc. rei, proclaim, announce, , Ch.4, 1026; (lyr.);ἀγῶνας Ἀργείοισι S.Aj. 1240
; proclaim or advertise for sale, etc., Hdt.6.121 ([voice] Pass.), Plu.2.207a, etc.; κ. ἀποικίαν proclaim a colony, i.e. invite people to join as colonists, Th.1.27; κ. ὃς βούλοιτο .. make proclamation for some one who would.., Hdt.2.134:— [voice] Pass., of a crime, to be proclaimed, Antipho 2.3.2;τὰ κεκηρυγμένα Th.4.38
.2 declare, tell, τοῦτ' ἐκηρύχθη πόλει this news was spread in.., S.OTl.c.;τοῦτο κ. πόθι παῖς ναίει Id.Tr.97
(lyr.);ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων Ev.Matt.10.27
: abs., S.El. 1105.3 proclaim, command publicly, , S.Ant. 32, 450, etc.; εὐφημίαν, σιγὴν κ., Id.Fr. 893, E.Hec. 530: c. dat. pers. et inf.,κ. αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι Pi.P.4.200
;ἐκήρυξαν, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι Th.4.37
:—[voice] Pass., ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε; S.Ant. 447.4 of a cock, crow, AP5.2 (Antip. Thess.).IV preach, teach publicly, Ev.Matt.3.1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρύσσω
-
3 ἐπιστροφή
ἐπιστροφ-ή,ἡ,A turning about,τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Pl.R. 620e
; twisting, Thphr.HP3.13.3; of strands, Ph.Bel.58.15;τῶν σχοινίων Plu.Alex.25
(pl.);ἡ εἴσω ἐ. τῶν δακτύλων Philostr.Im.1.23
.2. bending of a bow, Str.2.5.22.3. curve, winding of a bay, ib.33; of a river, Ptol.Alm.8.1.II. intr., turning or wheeling about, δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, i.e. hostile men turning to bay, S.OC 1045 (lyr.); tossing, of a restless patient, Hp.Epid.7.83 (pl.); μυρίων ἐπιστροφαὶ κακῶν renewed assaults of ills unnumbered, S.OC 537 (lyr.), cf. Arr. An.7.17.5; esp.in military evolutions, Plb.10.23.3, Plu.Phil.7; wheeling through a right angle, Ascl.Tact.10.4, etc. (but, as a general term, αἱ ἐ. τῶν ἵππων ib.7.2, cf. Arr.Tact.16.7); of ships, putting about, tacking, Th.2.90,91; ἐξ ἐπιστροφῆς by a sudden wheel, Plb.1.76.5, Plu.Tim.27; but ἐξ ἐπιστροφῆς παθεῖν to have a relapse, Hp. Coac. 251.2. turn of affairs, reaction, counter-revolution, μή τις ἐ.γένηται Th.3.71
; result, end, Plb.21.32.15 (dub.l.).3. attention paid to a person or thing (ἐπιστρέφω 11.3
), ξενοτίμους δωμάτων ἐ. respect for guests, A.Eu. 548; πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ' ἔθεσθ' ἐ. S.OT 134; ὧν ἐ. τις ἦν to whom any regard was due, E.IT 671; so ἐπιστροφῆςἄξιον X.HG5.2.9
;παραμυθέεσθαι μετ' ἐπιστροφῆς καὶ ὑποδέξιος Hp. Decent.16
; ἐ. ποιεῖσθαι Philipp. ap. D.12.1, cf. 19.306, etc.; ἐ. ἔχειντινός Men.836
;περί τινος Chrysipp.Stoic.3.187
, etc.; ἐπιστροφῆςτυγχάνειν Plb.4.4.4
, etc.b. Philos., turning towards,πρὸς τὰ τῇδε Plot.4.3.4
; ψυχὴ καταδεῖται πρὸς τὸ σῶμα τῇ ἐ. τῇ πρὸς τὰ πάθη τὰ ἀπ'αὐτοῦ Porph.Sent.7
.4. moving up and down in a place, mostly in pl., πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί the range of them, A.Th. 648; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί men who have no business here, E.Hel. 440; βούνομοι ἐ. haunts of the grazing herds, A.Fr. 249; so Κίλιξ δὲ χώρα καὶ Σύρων ἐπιστροφαί (cj. for Σηρῶν ἐνστροφαί) ib. 271.5 intentness, vehemence,ἐπιστροφὴν εἶχεν ὁ λόγος καὶ ἔρρωτο Philostr.VS1.21.5
; θρασυτέρᾳ τῇ ἐ. χρήσασθαι ib.2.5.2.6 correction, reproof, Plu.2.55b.8 in Philos., return to the source of Being, Plot.1.2.4 ;ἡ ἐ. πρὸς αὑτόν Id.5.3.6
, cf. Procl. Inst.31 ; [ἡ ἐ.]τοῦ προελθόντος ἐπάνοδος εἰς τὸ γεννῆσαν Dam.Pr.75
; ἡ ἐ. τῆς ἐκστάσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις ib.61.9 in Logic, conversion of a proposition, ἡ σὺν ἀντιθέσει ἐ. the contraposition, Suppl.ad Procl. in Prm.p.1004S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστροφή
-
4 ἄτερθε
ᾰτερθε, ἄτερθενa prep. c. gen., apart fromπαραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.77
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί ( διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) P. 5.96c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346. -
5 ἄτερθεν
ᾰτερθε, ἄτερθενa prep. c. gen., apart fromπαραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.77
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί ( διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) P. 5.96c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346. -
6 βασιλεύς
βᾰςῐλεύς (βασιλεύς, -ῆος, -έι, -εῖ, -ῆι, -ῆα, -έ(α), -εῦ; -έες, -ῆες, -εῦσι(ν), - ῆας) of gods or men,1 king δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα Hieron O. 1.23τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.114
βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα Aipytos O. 6.47 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί the family of Epharmostos of Opus O. 9.56 ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς Augeas O. 10.35 “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” Bellerophon O. 13.67 Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον Deinomenes P. 1.60 ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν sc. of Aitna P. 1.68ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.27
ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς Hieron P. 3.70 Κρονοῦ παῖδας βασιλῆας ἴδον i. e. the gods P. 3.94 παρ' ἀνδρὶ φίλῳ εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
“βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.229 βασιλεύς ἐσσι μεγαλᾶν πολίων (post ἐσσί distinxit Rose: i. e. Arkesilas) P. 5.15 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17 Ὑψέος εὐρυβία, ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦνβασιλεύς P. 9.14
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ the gods N. 4.67ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει N. 7.82
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος Aiakos N. 8.7ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι I. 8.18
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 3. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῇος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (βασιλῆ[ος] ὃς etiam possis: i. e. Laomedon) fr. 140a. 56 (30). ] βασιλη fr. 215c. 4. met., Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (τὸν αἰετόν· φησὶ δὲ τὸ κατὰ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν ἀέτωμα. Σ.) O. 13.21 -
7 δῶμα
(δώματι, δῶμ(α); -άτων, -ασι(ν), - ατ(α).)1 house, homea of deities. ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς Olympos O. 1.42 “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” the temple of Apollo at Delphi P. 4.53 ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι ( Ἡρακλέα sc.: i. e. among the homes of the gods) N. 1.71Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.2
οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (τὸν Ἅιδην. Σ) I. 8.55 ]Κρόνιον δῶμ' ἀγλαο[ Πα. 7C. a. 6. pl. pro sing., “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56b of mortals. κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν in the palace of Agamemnon P. 4.113 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί before the palace of the kings of Cyrene P. 5.96 παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας δώματ ἐσελθών the homes of the Hyperboreans P. 10.32ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.3
-
8 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
9 ἕτερος
a another, any otherἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
pro subs., another, others,ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37b the other, remainder ofἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96
c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*] -
10 ἱερός
ῐερός (-όν, -οί, -ῶν, -οῖς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αῖς, -αῖσι(ν); -ῷ, -όν, -ῶν, -οῖς: superl. - ώτατον nom., voc., acc.: ἱερ- thrice.)1 of persons, venerated holy ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ the Hyperboreans P. 10.42 Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε ( θέμιν flagitavit Wil.) P. 11.9 Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα Θήβα fr. 195.2 of things,a of places, as being of religious interest. ἱερὸν ἔσχον οἴκημα Akragas O. 2.9 ἱερὰν νᾶσον Thera P. 4.6 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν” P. 4.44ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
[ τανδιεραν = ? ταν διεραν, fr. 33a.] ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν ( ἱρόν Snell.) fr. 189.b of festivals, sanctuaries, as honouring or belonging to the gods.ἐξ ἱερῶν ἀέθλων O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἱερῶν ἀγώνων (Er. Schmid e Σ: ἱερᾶν codd.) N. 2.4ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον the third temple of Apollo at DelphiΠα... Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει Pae. 18.1
c ἔλαφον, ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱεράν consecrated O. 3.30Ἰάσων δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190
“κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων, Φοῖβε” divine love-affairs P. 9.39 ἀλλ ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι ( ἕλᾳ ἱρᾶν Bergk: ἐλεηρὰν codd., “un être vivant, qui présente un aspect mysterieux” van Groningen: v. μέλισσα) fr. 123. 11. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται (Boeckh: ἱεραῖς codd.: i. e. priestesses of Demeter: v. μέλισσα) fr. 158. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1.d dub. & frag. [ νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ἱερόν (codd. Dion. Hal. contra metr.: ῥέον Schr.)Πα.. 1.] ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
]οις τερφθὲν ἱαροῖς[ (cf. σκιαρός) ?fr. 338. 6.3 n. pl. pro subs., sacrificeτεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48
ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. -
11 πρό
πρό prep. c. gen.a in front ofἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων O. 13.56
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν P. 1.77
πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει P. 2.18
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων βασιλέες ἱεροί ἐντι P. 5.96
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων I. 4.20
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12
b before, in defence of ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (Er. Schmid: πρὸς codd.) I. 7.27c before, aboveἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140d ? before of time πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (?“eh es zu großen Mühen kam,” Radt) Pae. 6.89 -
12 δῶμα
-ατος + τό N 3 1-16-7-4-1=29 Dt 22,8; Jos 2,6(bis).8; Jgs 9,51housetop, roof, dwellings Dt 22,8*2 Chr 28,4 δωμάτων roofs-גגות for MT גבעות high placesCf. HUSSON 1983a, 63-65; SHIPP 1979, 225 -
13 εὐθήμων
II [voice] Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ.. δωμάτων εὐ. A.Ch.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθήμων
-
14 καθάρσιος
A cleansing from guilt or defilement, purifying,Ζεύς Hdt.1.44
, cf. Arist.Mu. 401a23, etc.; of Dionysus,μολεῖν καθαρσίῳ ποδί S.Ant. 1144
(lyr.); of sacrifice, , Th. 680; , IA 1112, J.AJ20.8.5, al.; ; : c. gen., [Λοξίας] δωμάτων κ. A.Eu.63;ἱερὰ κ. οἴκων E. HF 923
; also κ. φόνου cleansing from.., A.Eu. 578.II as Subst.,1 καθάρσιον (sc. ἱερόν), τό, purificatory offering, Aeschin. 1.23, cf. Phot.: pl., BMus.Inscr.481*.280: hence, expiation,καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Hdt.1.35
, cf. Jul.Or.2.58d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρσιος
-
15 κλείω
Aκλείσω X.An.4.3.20
( ἀπο-), Him.Or.22.7; rare [tense] fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: [tense] aor.ἔκλεισα X.An.7.1.36
, Pl.Ep. 348b: [tense] pf.κέκλεικα Thphr.Char.18.4
, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: [tense] plpf.ἐκεκλείκειν App.Hann.47
:*mdash;[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκλεισάμην ( κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—[voice] Pass., [tense] fut. κλεισθήσομαι ( συγ-) ib.5.2.19: [tense] aor.ἐκλείσθην D.23.110
, etc.: [tense] pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V. 198) (v. infr.):—[dialect] Ion. [full] κληΐω ( ἀπο-) Hdt.4.7: [tense] aor.ἐκλήῑσα Od. 24.166
, (ἐξ-) Hdt.1.144, [dialect] Ep.κλήῑσα Od.19.30
; inf.κληῗσαι 21.382
:— [voice] Med., [tense] fut. κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165
, 3.55, 58: [tense] pf.κεκλήϊμαι 2.121
.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): [tense] plpf.ἀπ-εκεκλέατο 9.50
codd.:—old [dialect] Att. [full] κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), [tense] fut.κλῄσω Th.4.8
: [tense] aor. (lyr.), Th.2.4, Pl.R. 560c: [tense] pf. κέκλῃκα ( ἀπο-) Ar.Av. 1262:—[voice] Med., [tense] fut.κεκλῄσομαι Id.Lys. 1071
: [tense] aor.περι-κλῄσασθαι Th.7.52
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: [tense] pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— [dialect] Dor. [tense] fut.κλᾳξῶ Theoc.6.32
: [tense] aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77,ἔκλᾳξε Cerc.7.2
, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—[voice] Med., [tense] impf.κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-εκλᾴσθην Id.7.84
, but part.συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62
: [tense] pf. [ per.] 3pl.κατα-κέκλᾱνται Epich.141
.—Cf. κλῄζω (B). ([etym.] κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166;κλῄειν πύλας E. HF 997
, Pl.R.l.c., etc.;κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach. 479
;κλεῖδες.., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7
;Ἐτεοκλέους.. κλῄσας στόμα E. Ph. 865
; κανθώς Cerc.l.c.;λάρυγγα Gal.6.65
:—[voice] Pass.,βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; ;κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν.., ἀλλὰ.. ὀφλήμασι D.25.28
.2 shut up, close, block up,Βόσπορον κλῇσαι A.Pers. 723
(troch.); :—[voice] Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14
;κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16
.III confine, :— [voice] Pass., to be confined,χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr. 502
(lyr.): metaph.,ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel. 977
.------------------------------------A celebrate (q.v.).------------------------------------A call (q.v.). -
16 κρατέω
κρᾰτ-έω, [dialect] Aeol. [full] κρετέω, [tense] aor. inf. [full] κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—[voice] Pass., [tense] fut.Aκρατήσομαι Aristid.1.501
J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence,I abs., rule, hold sway,Ἤλιδα.., ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275
,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway.., Il.16.172;ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag. 951, 1664, S.Ant. 738, etc.;θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr. 937
;οἱ κρατοῦντες Id.Ch. 267
, S.OT 530, etc.;τὸ κρατοῦν E.Andr. 133
(lyr.), Pl.Lg. 714c, Arist.Pol. 1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch. 734.2 in Poets, c. dat., rule among,μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485
;ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265
; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50;ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4
.3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; (lyr.); ; ; κ. τοῦ βίου to be master of.., And.1.137;αὑτοῦ κ. S.Aj. 1099
, Antipho 5.26, cf. S.OC 405;ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp. 196c
, etc.;τῶν πραγμάτων D.2.27
; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience.., X.Lac.4.6.II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag. 324, etc.;πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77
;εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62
;ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr. 272b
;ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111
: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; ;ταῖς ναυσί Ar.Ach. 648
;τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16
; alsoθουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj. 614
(lyr.);ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl. 184
: c.acc.cogn.,κ. στάδιον B. 6.15
, cf. 7;ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1
;τὸν ἀγῶνα D.21.18
; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30;τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6
; πάντα in all things, S.OT 1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26;τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol. 1255a7
.c of reports, etc., prevail, become current,φάτις κρατεῖ A.Supp. 293
, S.Aj. 978;λόγος κ. A.Pers. 738
; ;κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11
.2 c.inf., prevail so that,κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104
: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to.., A.Ag. 1364;κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp. 248
(anap.).3 c.gen., conquer, prevail over,τῶν ἐναντίων S.Fr.85
, cf. OC 646, A.Th. 955 (lyr.), etc.;κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5
: metaph., ; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις.. τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than.., Men. Mon. 213, cf. 169.b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—[voice] Pass., Hp.Epid.6.5.15;τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b
.4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr. 215, Th. 189, E.Alc. 490, Ar.Nu. 1346, Av. 420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30;τῷ λόγῳ τινά Ar.V. 539
; πάχει μάκει τε in.., Pi.P.4.245; outdo,τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15
; ; surpass,κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb. 12a
:—[voice] Pass., to be overcome, A.Th. 750 (lyr.), etc.; (lyr.);ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121
.δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg. 633e
.III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111;πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16
; ;οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26
;κ. τῆς γῆς Th.3.6
;ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx. 240a
; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect,πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2
:—[voice] Pass., to be mastered,δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol. 1331b38
, cf. Po. 1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι).2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force,πᾶσαν αἶαν A.Supp. 255
; ; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3;τένοντα Batr.233
;τὰς χεῖράς τινος PLips. 40iii2
(iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B.3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast,τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15
; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—[voice] Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy. 237 viii 36 (ii A.D.).4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc.b sequester, place under embargo, OGI1669.23 ([voice] Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 ([voice] Pass., ii A.D.).5 hold in the hand, ;πόαν Dsc.3.93
;ἄρτον Plu.2.99d
;σκῆπτρον Ath.7.289c
, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.;δακτύλιον PMag.Lond.46.451
(iv A.D.).V control, command, A.Ag.10, E. Hec. 282:—[voice] Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by.., Ar.Av. 755;κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52
;διαθέσει Porph. Sent.27
. -
17 κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142
;ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484
, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι ) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80
;μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp. 207
; κατὰ κράτος with all one's might or strength,πολιορκεῖσθαι Th.1.64
; ;ἐξελέγχεσθαι D.34.20
, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; alsoἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23
;ἐλαύνειν Id.An.1.8.1
, etc.;ἀπὸ κράτους D.S.17.34
; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph. 594.II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359
, cf. Il.12.214;Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96
, cf. A.Pr. 527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11
, etc.: pl.,ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp. 393
(lyr.), cf. S.Ant. 485; esp. of political power, rule, sovereignty, l.c.;τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129
;ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81
; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all- powerful, Id.7.3;ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373
; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; laterτὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy. 41i2
(iii/iv A. D.): in pl.,κράτη καὶ θρόνους S.Ant. 173
, cf. OT 586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant. 166.2 c. gen., power over,τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69
;τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42
;πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp. 425
(lyr.);τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr. 949
;δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch. 480
;δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th. 871
;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143
;μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24
; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98;κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt. 273a
: pl.,ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201
(lyr.).III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838
(lyr.);νίκη καὶ κράτη A.Supp. 951
; ἀέθλων κ. victory in.., Pi.I. 8(7).4;νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85
; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj. 443;νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg. 962a
;κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130
.IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. ( κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.) -
18 κύριος
κύριος [ῡ], α, ον, also ος, ον A.Supp. 732, E.Heracl. 143, Arist.Pol. 1306b20:—Thess. [full] κῦρρος IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.): ([etym.] κῦρος) (not in Hom.):I of persons, having power or authority over, c. gen.,Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pi.I.5(4).53
, cf. P.2.58;ἐμῶν τε καὶ σῶν κ. πιστωμάτων A.Ag. 878
; πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων put thee in possession of.., S.OC 1041;κύριοι πολιτείας Antipho 3.1.1
;κ. καταλύσεως Th.4.20
;εἰρήνης καὶ πολέμου X.HG2.2.18
; -ώτατοι τοῦ ἱεροῦ Th.5.53
(but ὁ -ώτατος θεὸς τοῦ ἱεροῦ, of the god to whom a temple is dedicated, OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.));τῶν αὑτοὺ κ. Pl.Lg. 929d
, cf. Isoc. 19.34, etc.; θανάτου κ. τινός with power of life and death over, Pl. Criti. 120d;κ. περί τινος Arist.Pol. 1286a24
.2 κύριός εἰμι c. inf., I have authority to do, am entitled to do, A.Ag. 104 (lyr.); οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (prob. for -ῶν) E.Supp. 1189;κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ' ἄκυροι And.4.9
, cf. Th.5.63, 8.5; - ώτεροι δοῦναι better able to give, Id.4.18;οὐ.. κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον οὔτε καταλῦσαι X.An.5.7.27
;δοῦλοι κ. μαστιγοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ephor.29
J.;αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Arist. Pol. 1287b16
; also κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι having power not to.., Id.EN 1113b32: c. acc. et inf.,κ. εἶναι ἢ τοίαν εἶναι [πόλιν] ἢ τοίαν Pl.R. 429b
.3 folld. by a dependent clause,κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Is.6.4
.4 c. part., ;κ. ἦν πράσσων ταῦτα Id.8.51
, cf. Plb.6.37.8, 18.37.10;κύριοι ἐόντω συλέοντες Schwyzer 337.13
(Delph.).5 abs., having authority, supreme, τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; A.Supp. 965; -ώτερος σέθεν E.Ba. 505
; ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. [ἐστι] Arist.Rh. 1402a1; τὸ κ. the sovereign power in a state, Id.Pol. 1281a11, cf. Pl.R. 565a, etc.; τὰ κ. the supreme authorities, D.19.259, Arist.Rh. 1365b27;τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. S.OC 915
; at Athens, κ. ἐκκλησία a sovereign or principal assembly, Ar.Ach.19, Arist.Ath.43.4, IG12.42.22, al., 22.493.8, etc.; ἀγορὰ κ. ib.1298.7.II of things, ὁ τῆς ὥρας τῆς καταρχῆς κ. [ἀστήρ] Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99: but usu. abs., authoritative, decisive,δίκαι E.Heracl.
l.c., And.1.88, Pl.Cri. 50b; μῦθος -ώτερος of more authority, E.IA 318 (troch.); -ωτάτη τῶν ἐπιστημῶν [ἡ πολιτική] Arist.Pol. 1282b15;αἱ -ώτεραι ἀρχαί Id.Cael. 285a26
, cf. Metaph. 997a12; [ἡ φρόνησις] τῆς σοφίας κυριωτέρα Id.EN 1143b34
; -ωτέρα ἡ καθόλου [ἀπόδειξις] Id.APo. 86a23;τάραχος ὁ -ώτατος Epicur.Ep.1p.30U.
; of sovereign remedies, -ωτάτη τῶν καθάρσεων Pl.Sph. 230d
; -ωτάτη κένωσις Gal.1.299
; important, principal, κ. δόξαι, of certain doctrines of Epicurus, Phld.Ir.p.86 W.;τὰ -ώτατα μέρη τῆς φύσεως Epicur.Sent.9
; -ώτερα μέρη τοῦ σώματος Philostr.Gym.50
; τὰ -ώτατα the principal organs, Gal.1.385 (but, the most important matters, Epicur.Sent.16);τὸ -ώτατον τῆς Ἐφέσου Philostr.VS1.22.4
: Gramm., κ. τόνος principal accent, D.T.Supp. 674.32.2 opp. ἄκυρος, valid, νόμος, δόγματα, D.24.1, Pl.Lg. 926d; κ. ποιεῖν [τὴν γνῶσιν], opp. ἄκυρον π., D.21.92, cf. 39.15;τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Lys.18.15
;ἡ συγγραφὴ ἥδε κ. ἔστω PEleph. 1.14
(iv B.C.); ἔστω τὰ κριθέντα κ. Lexap.D.21.94; soτὰς τῶν ἄλλων δόξας κ. ποιεῖν Pl.Tht. 179b
.3 of times, etc., ordained, appointed,ἡ κυρίη ἡμέρη Hdt.5.50
, cf. 93 (pl.);ἡ κ. τῶν ἡμερέων Id.1.48
, 6.129;κ. ἐν ἡμέρᾳ A.Supp. 732
;τόδε κ. ἦμαρ E.Alc. 105
(lyr.), etc.; κ. μήν, of a woman with child, i.e. the ninth month, Pi.O.6.32; ὅταν τὸ κ. μόλῃ φάος (prob.) the appointed time, A.Ag. 766 (lyr.);κ. μένει τέλος Id.Eu. 544
(lyr.); ἡ κ. [ἡμέρα] D.21.84, cf. Test.ib.93; but αἱ κ. [ἡμεραι], = κριτικαί, Hp.Aff.9.4 legitimate, lawful,ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται A.Eu. 127
, cf. 327; κύρι' ἔχοντες having lawful power, ib. 960 (lyr.).5 ἡ κ. ἀρετή goodness proper, real goodness, Arist.EN 1144b4; [φλοιὸς] ὁ κ. Thphr.HP4.15.1
; Rhet. and Gramm., κ. ὄνομα the real or actual, hence current, ordinary, name of a thing, opp. μεταφορά, γλῶττα, Arist.Rh. 1404b6, 1410b12, Po. 1457b3, cf. D.H. Comp.21, D.L.10.13, etc.; σπάνει κυρίου ὀνόματος for lack of a current term, D.H.Comp.24; - ώτατα ὀνόματα most ordinary terms, ib.3 (hence also κ. ὄνομα proper, personal name, Plb.6.46.10, A.D.Pron. 10.11, al., Hdn.7.5.8; ὄνομα alone in this sense, Diog.Bab.Stoic.3.213); κ. [λέξεις] Phld.Rh.1.181 S.; κατὰ τὸν κ. τρόπον, opp. καταχρωμένη, ib.1.59 S.B Subst. [full] κύριος, ὁ, lord, master,τοῖσι κ. δωμάτων A.Ch. 658
, cf. 689, S.Aj. 734, etc.; ὁ κ. alone, head of a family, master of a house (cf. Sch.Ar.Eq. 965), Antipho 2.4.7, Ar.Pl.6, Arist.Pol. 1269b10;τοὺς κ. τῶν οἰκιῶν PTeb.5.147
(ii B.C.); also, guardian of a woman, Is.6.32, PGrenf.2.15 i 13 (ii B.C.), etc.: generally, guardian, trustee, Is. 2.10, D.43.15, 46.19, Men.Epit.89, etc.b later κύριε, as a form of respectful address, sir, Ev.Jo.12.21, 20.15, Act.Ap.16.30 (pl.), PFay. 106.15 (ii A.D.), etc.2 fem. κυρία, ἡ, mistress, lady of the house, Philem.223, LXXIs.24.2, etc.;κ. τῆς οἰκίας Men.403
: in voc., madam, D.C.48.44; applied to women from fourteen years upwards, Epict. Ench.40. (In later Gr. freq. written [full] κύρα, PGrenf.1.61.4 (vi A.D.), etc.)3 of gods, esp. in the East,Σεκνεβτῦνις ὁ κ. θεός PTeb.284.6
(i B.C.);Κρόνος κ. CIG4521
(Abila, i A.D.);Ζεὺς κ. Supp.Epigr.2.830
(Damascus, iii A.D.);κ. Σάραπις POxy.110.2
(ii A.D);ἡ κ. Ἄρτεμις IG 4.1124
(Tibur, ii A.D.); of deified rulers,τοῦ κ. βασιλέος θεοῦ OGI86.8
(Egypt, i B.C.); οἱ κ. θεοὶ μέγιστοι, of Ptolemy XIV and Cleopatra, Berl.Sitzb.1902.1096: hence, of rulers in general,βασιλεὺς Ἡρώδης κ. OGI415
(Judaea, i B.C.); of Roman Emperors, BGU1200.11 ([place name] Augustus), POxy. 37 i 6 ([place name] Claudius), etc. -
19 κύων
Aκύον Il.8.423
,κύων Archipp.6
: pl., nom. κύνες, gen. κυνῶν, dat.κυσί Il.17.272
, al., [dialect] Ep.κύνεσσι 1.4
, acc. κύνας:—dog, bitch, Hom., etc.; of shepherds' dogs, Il.10.183, 12.303; watch-dogs, 22.66; but in Hom. more freq. of hounds, Il.8.338, al.;κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
;κύνε εἰδότε θήρης 10.360
; later, when of hounds, mostly in fem., S.Aj.8, E.Hipp.18, etc.;κ. Λάκαινα Pi.Fr. 106
, S.l.c., X. Cyn.10.1, cf. Arist.HA 608a27, al.; Μολοττικαὶ κ. Alexis Hist. ap. Ath.12.54od, etc.; but , cf. Hdt.1.192: prov., κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα 'not fit for a dog', Com.Adesp.1205.4;χεῖρον ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802
; κύνα δέρειν δεδαρμένην 'flog a dead horse', Pherecr.179; ἡ κ. κατακειμένη ἐν τῇ φάτνῃ 'dog in the manger', Luc.Ind.30, al.; χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι it's ill to let a dog 'taste blood', Theoc.10.11; νή or μὰ τὸν κύνα was a favourite oath of Socrates, Pl.Ap. 22a (cf. Sch.), Grg. 482b; used familiarly at Athens, Ar.V.83; οἷς ἦν μέγιστος ὅρκος.. κύων, ἔπειτα χήν· θεοὺς δ' ἐσίγων, of primitive men, Cratin.231.II as a word of reproach, freq. in Hom. of women, to denote shamelessness or audacity; applied by Helen to herself, Il.6.344, 356; by Iris to Athena, 8.423; by Hera to Artemis, 21.481: of the maids in the house of Odysseus, Od.18.338, al.: later, in a coarse sense, Ar.V. 1402; ἡ ῥαψῳδὸς κ., of the Sphinx, S.OT 391, cf.A.Fr. 236 (lyr.); of men,κακαὶ κ. Il.13.623
; implying recklessness, 8.299, 527, Od.17.248, 22.35; also of offensive persons, compared to yapping dogs, LXX Ps.21(22).17, Ep.Phil.3.2; κ. λαίθαργος, = λαθροδήκτης, metaph., of a person, S.Fr. 885, cf. E. Fr. 555: prov.,μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κ. Ev.Matt.7.6
.2 metaph., of persons, watch-dog, guardian, τῶν σταθμῶν κ., of Agamemnon, A. Ag. 896; δωμάτων κ., of Clytemnestra, ib. 607, cf. Ar.Eq. 1023.3 of the Cynics,ἀρέσκει τούτοις κυνῶν μεταμφιέννυσθαι βίον Phld.Sto.Herc. 339.8
: hence, Cynic philosopher, Arist.Rh. 1411a24, AP7.65 (Antip.), 413 (Id.), Plu.2.717c, Ath.5.216b, Epigr. ap. D.L.6.19, 60, Baillet Inscriptions des tombeaux des rois 172.III freq. in Mythology of the servants, agents or watchers of the gods, Διὸς πτηνὸς κύων, of the eagle, A.Pr. 1022, cf. Ag. 136 (lyr.), S.Fr. 884; of the griffins,Ζηνὸς ἀκραγεῖς κ. A.Pr. 803
; of the Furies,μετάδρομοι.. πανουργημάτων ἄφυκτοι κ. S.El. 1388
(lyr.), cf. A.Ch. 924, E.Fr. 383; Pan is the κύων of Cybele, Pi.Fr.96: Pythag., Περσεφόνης κύνες, of the planets, Arist. Fr. 196: so Com., Ἡφαίστου κ., of sparks, Alex.149.16; of various mythical beings, as Cerberus,κ. Ἀΐδαο Il.8.368
, cf. Od.11.623, X. An.6.2.2; Harpies, A.R.2.289; of Hecate, in Mithraic worship, Porph.Abst.4.16; of theΒάκχαι, Λύσσας κ. E.Ba. 977
(lyr.); Λέρνας κ., of the hydra, Id.HF 420 (lyr.); of a great fish,Τρίτωνος κ. Lyc. 34
.IV dog-fish or shark, Od.12.96, cf. Epich.68, Cratin.161, Arist.HA 566a31; κ. ἄγριος, κ. γαλεός and κ. κεντρίτης or κεντρίνη, Opp.H.1.373, Ael.NA1.55; ξιφίας κ., of the sword-fish, Anaxipp. 2.3.V = σείριος (q.v.), dog-star, i.e. the hound of Orion, Il.22.29; in full,σειρίου κυνὸς δίκην S.Fr. 803
, cf. A.Ag. 967;κυνὸς ψυχρὰν δύσιν S.Fr.432.11
;πρὸ τοῦ κυνός Eup.147
; μετὰ κυνὸς ἐπιτολήν, περὶ κ. ἐ., Arist.Mete. 361b35, HA 602a26; ἐπὶ κυνί ib. 600a4, Syngr. ap. D. 35.13; , D.S.19.109;περὶ κύνα Thphr.CP 3.3.3
;μετὰ κύνα Id.HP1.9.5
; also of the whole constellation, Arat. 327, Gal.17(1).17.VI the ace, the worst throw at dice, Poll.9.100, Eust.1289.63.VII frenum praeputii, Antyll. ap. Orib.50.3.1: with pun on the prov. ap.Pherecr.l.c. (supr. 1), Ar.Lys. 158: with pun on signf.v, AP5.104 (Marc. Arg.).IX unilateral facial paralysis, Gal.8.573.X = ἀπομαγδαλία, Dsc. ap. Eust.1857.19.XI ξυλίνη κ., = κυνόσβατος, Orac. ap. Did ap.Ath.2.70c. -
20 λυτήριος
λυτ-ήριος, ον,A loosing, delivering, (lyr.); λ. ἄκη, μηχανή, Id.Supp. 268, Eu. 646;πλοῦτον δωμάτων λυτήριον Id.Ch. 820
(lyr.); λ. σημεῖον a symptom of healing, Hp.Prog.24: c. gen., ὅπως γένοιτο τῶνδ' ἐμοὶ λ. my deliverer from.., A.Eu. 298;λυτηρίους εὐχὰς δειμάτων S.El. 635
; τόδ' ἂν κακῶν μόνον γένοιτο.. λ. ib. 1490, cf. 447;τὸ μεθύειν πημονῆς λ. Id.Fr. 758
; alsoλ. ἐκ θανάτου E.Alc. 224
(lyr.); λυτήριον λώφημα is prob. in S.Tr. 554 (λ. λύπημα codd.).II Subst. λυτήριον, τό, = λύτρον, τὸ λ. δαπανᾶν the atonement or reward for all costs, Pi.P.5.106; φόνοιο expiatory offering, A.R.4.704.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτήριος
См. также в других словарях:
δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANCELLATAE Fores — quae alias Reticulatae, Graece δικιυωταὶ, solidis foribus, praecipue in prima ianua, apud Veteres praeponi solitae sunt. Vetus Scholiastes Aristophanis ad illud, Κλεῖε πηκτὰ δωμάτων πρὸς τὰς ἔμπροςθεν τῶ θυρῶν ἱςαμένας κιγκλίδας, πηκτὰς τὰς… … Hofmann J. Lexicon universale
JANUARUM Potestates — apud Tertullian. Ianitores sunt, quibus Cancellorum Potestates, h. e. Cancellarios iungit, quorum illi οἱ ἐπὶ θυρῶν, isti οἱ ἐπὶ κιγκλίδων, Graecis dicti sunt. Apud Vett. enim solidis foribus, praecipue in prima ianua, praeponebantur cancellatae… … Hofmann J. Lexicon universale
PACTON — Graece Πάκτων, apud Hyginum Charisio laudatum, Ab Actio navigantes stadia quadraginta veniunt ad isthmum Leucadiensium: ibi solent itineris minuendi gratiâ remulcô, quem graeci πάζτωνα dicunt, navem traducere: scapha est, ex pluribus lignis seu… … Hofmann J. Lexicon universale
εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω … Dictionary of Greek
επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… … Dictionary of Greek
επωπώ — ἐπωπῶ, άω (Α) [επωπή] 1. εφορώ, εποπτεύω («ὦ δυσπάλαιστε τῶνδε δωμάτων ἀρά, ὡς πόλλ’ ἐπωπᾷς», Αισχύλ.) 2. οδηγώ, διευθύνω … Dictionary of Greek
ερειψίτοιχος — ἐρειψίτοιχος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που γκρεμίζει τους τοίχους («δωμάτων ἐρειψίτοιχοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + τοίχος] … Dictionary of Greek
ευθήμων — εὐθήμων, ον (Α) 1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.) 2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek